- γεωργικοί
- γεωργικόςagriculturalmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγροτικοί (ή γεωργικοί) συνεταιρισμοί — Ενώσεις αγροτών για την από κοινού παραγωγή και διανομή αγροτικών αγαθών, με σκοπό την ικανοποίηση προσωπικών, οικογενειακών ή επαγγελματικών τους αναγκών (βλ. λ. συνεταιρισμός) … Dictionary of Greek
συνεταιρισμός — Ως γενικότερη έννοια, σ. είναι κάθε οργανωμένη σύμπραξη πολλών προσώπων που επιδιώκουν τον ίδιο, συγκεκριμένο σκοπό. Την ελευθερία της συγκρότησης τέτοιων ομάδων συνεργασίας για την επιδίωξη νόμιμων σκοπών εγγυούνται τα συντάγματα όλων των… … Dictionary of Greek
δέλτα — Συσσώρευση υλών που μεταφέρει ένας ποταμός και αποθέτει στις εκβολές του στη θάλασσα ή σε λίμνη· με τον ίδιο όρο χαρακτηρίζεται ένας ιδιαίτερος τύπος στομίου ποταμού, στο οποίο η δράση των αλουβιακών αποθέσεων είναι μεγαλύτερη από τη διαβρωτική… … Dictionary of Greek
εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… … Dictionary of Greek
λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… … Dictionary of Greek
οξύπετρος — ὀξύπετρος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) αυτός που έχει πολύ αιχμηρές πέτρες («ὀξύπετρος γῆς ποιὸν εἶδος οἱ γεωργικοί φασιν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + πέτρα] … Dictionary of Greek
χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… … Dictionary of Greek
βραχογραφία — Σε διάφορες προϊστορικές εποχές, αρχίζοντας από την ανώτερη παλαιολιθική, οι πρωτόγονοι άνθρωποι συνήθιζαν να χαράζουν ή να ζωγραφίζουν παραστάσεις στα βραχώδη τοιχώματα των σπηλαίων και των φυσικών καταφυγίων ή επάνω σε περίβλεπτους υπαίθριους… … Dictionary of Greek
Γλασκόβη — (Glasgow).Πόλη (578.710 κάτ. το 2001) της Σκοτίας. Είναι χτισμένη εκατέρωθεν του ποταμού Κλάιντ, 35 χλμ. από τις εκβολές του. Η πόλη αποτελεί το κέντρο της διοικητικής περιφέρειας Γκλάσκοου Σίτι (Glasgow City). Μαζί με τα βιομηχανικά της προάστια … Dictionary of Greek
Ιεριχώ — (αραβ. Ariha, εβρ. Yeriho). Πόλη (14.744 κάτ. το 1997) στη Δυτική Όχθη, Β της Νεκράς θάλασσας και Δ του Ιορδάνη ποταμού, σε απόσταση 22 χλμ. από την Ιερουσαλήμ. Το 1994 η Ι. ήταν η πρώτη πόλη της Δυτικής Όχθης που περιήλθε στην Παλαιστινιακή Αρχή … Dictionary of Greek